- αμεταβίβαστος
- -η, -ο[μεταβιβάζω]1. αυτός που δεν μεταβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταβιβαστεί2. αυτός που δεν εκχωρήθηκε ή δεν είναι δυνατό να εκχωρηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμεταβίβαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταβιβάστηκε ή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί: Το τηλεγράφημα είναι ακόμη αμεταβίβαστο. – Το δικαίωμα αυτό είναι αμεταβίβαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)